- χρησμαγόρης
- χρησμ-ᾰγόρης, ου, ὁ,A utterer of oracles, of Apollo, AP9.525.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρησμαγόρης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) χρησμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ αγόρης] … Dictionary of Greek
χρησμαγόρην — χρησμαγόρης utterer of oracles masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)